-Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά μη φοβηθήτε,
ανδρεία ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθήτε!
-Πάτε κι’ εσείς και’ η πίστη σας, μουρτάτες να χαθήτε,
εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ’ απεθάνω.
- Εμέν’ αν εσουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη,
ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι’ ο καπιτάν Νικήτας,
αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το Δοβλέτι.
Φέρνουν βαρέλια με νερό και ξύλα ζαλωμέναις,
νάχουν οι Έλληνες νερό, φωτιά να πυρωθούνε.
Σαν έφτασε, και οι Γραικοί επλάκωσαν το κάστρο,
τους Τούρκους έκλεισαν στενά, βαριά τους πολεμούσαν.
- Μετά χαράς σας, Έλληνες, κι’ εσείς καπεταναίοι,
ευθύς να προσκυνήσωμε στους Κολοκοτρωναίους.
- Τώρα να ιδήτε, φώναξε τότ’ ο Κολοκοτρώνης,
να ιδήτ’ ελληνικά σπαθιά και κλέφτικα τουφέκια,
πώς πολεμούν οι Έλληνες και πελεκούν τους Τούρκους!
Τρίτη, Τετράδη, θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωσε –ποτέ να μη ’χε φέξει–
έβαλαν οι Γραικοί βουλή το Κάστρο να πατήσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου