Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ


Ὁ πατέρας μου -μύρο τὸ κῦμα ποὺ τὸν τύλιξε- δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ μὲ κάμει ναυτικό.
- Μακριά, ἔλεγε, μακριά, παιδί μου, ἀπὸ τ᾿ ἄτιμο στοιχειό! Δὲν ἔχει πίστη, δὲν ἔχει ἔλεος. Λάτρεψέ την ὅσο θές, δόξασέ την, ἐκείνη τὸ σκοπό της. Μὴν κοιτᾷς ποὺ χαμογελᾷ, ποὺ σοῦ τάζει θησαυρούς. Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ σοῦ σκάψει τὸ λάκκο ἢ θὰ σὲ ρίξει πετσὶ καὶ κόκαλο, ἄχρηστο στὸν κόσμο.

Καὶ τὰ ἔλεγε αὐτὰ ἄνθρωπος, ποὺ ἔφαγε τὴ ζωή του στὸ καράβι, ποὺ ὁ πατέρας, ὁ πάππος, ὁ πρόπαππος, ὅλοι ὡς τὴ ρίζα τῆς γενιᾶς ξεψύχησαν στὸ παλαμάρι. Μὰ δὲν τὰ ἔλεγε μόνο αὐτός, ἀλλὰ κι ἄλλοι γέροντες τοῦ νησιοῦ, οἱ ἀπόμαχοι τῶν ἀρμένων τώρα, καὶ οἱ νεότεροι, ποὺ εἶχαν ἀκόμη τοὺς κάλους στὰ χέρια, ὅταν κάθιζαν στὸν καφενὲ νὰ ρουφήξουν τὸ ναργιλέ, κουνοῦσαν τὸ κεφάλι καὶ στενάζοντας ἔλεγαν:
- Ἡ θάλασσα δὲν ἔχει πιὰ ψωμί. Ἂς εἶχα ἕνα κλῆμα στὴ στεριὰ καὶ μαύρη πέτρα νὰ ρίξω πίσω μου.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς πολλοί τους ὄχι κλῆμα, ἀλλὰ νησὶ ὁλάκερο μποροῦσαν ν᾿ ἀποκτήσουν μὲ τὰ χρήματά τους. Μὰ ὅλα τὰ ἔριχναν στὴ θάλασσα. Παράβγαιναν ποιὸς νὰ χτίσει μεγαλύτερο καράβι, ποιὸς νὰ πρωτογίνει καπετάνιος. Κι ἐγώ, ποὺ ἄκουα συχνὰ τὰ λόγια τους καὶ τὰ ἔβλεπα τόσο ἀσύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους, δὲν μποροῦσα νὰ λύσω τὸ μυστήριο. Κάτι, ἔλεγα, θεϊκὸ ἐρχόταν κι ἔσερνε ὅλες ἐκεῖνες τὶς ψυχὲς καὶ τὶς γκρέμιζε ἄβουλες στὰ πέλαγα, ὅπως ὁ τρελοβοριᾶς τὰ στειρολίθαρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου