
Η καρδιά μου σήμερα δε μοιάζει με κανένα σύγνεφο χρυσό
που λαμπαδιάζει στο λιόγερμα,
μήτε με κανέναν άγγελο που στρώνει το τραπέζι μες
στα δέντρα του παράδεισου.
Τίποτα τέτοιο. Η καρδιά μου τώρα είναι φαρδί
χωμάτινο τσουκάλι
που μαγείρεψε χιλιάδες φορές για τους φτωχούς»
Και αλλού: «Είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί.
Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας άγιοι».

«Πολλά πρόσωπα αλλάξαμε, πολλά, όχι προσωπεία.
Πίσω απ’ τα χίλια πρόσωπα κρυφτήκαμε. Μπλεχτήκαμε
με θεούς και μύθους, μ’ άλλους φωτισμούς, μ’ άλλους χρόνους
για να σκεπάσουμε το πρόσωπό μας το βαθύ, το πικρό, το αμετάβλητο,
το άφταιγο, το τιμωρημένο, το μόνο δικό μας...»

Το βλέμμα του ήτανε σαν το εσωτερικό μεγάλου ναού μέσα στη νύχτα.
Η κεντρική πύλη ανοιχτή. Σβησμένοι οι πολυέλαιοι. Μαντεύονταν
τα σκοτεινά μανουάλια ασάλευτα σ’ ένα βάθος αόριστο
κι οι μεγάλες ολόσωμες εικόνες που ευωδιάζουν απ’ την υγρασία,
κερί λιωμένο, μακρινή καπνιά, μύρτα και μαραμένα βάγια
εκείνη η μυστική ελευθερία κ’ η στενόμακρη κάθετη ορότητα.