” Ήλιε, γοργοπαιχνιδομάτη μου, φρογό λαγωνικό μου,
την άγρη που αγαπώ ξετόπωσε και πάρ’ τη του κυνήγου,
κι ότι τηράς στη γης μαντάτευε κι ότι γρικάς μολόγα,
κι εγώ θα τα περνώ στου σπλάχνου μου το μυστικό αργαστήρι,
κι αγάλια, με το παίξε γέλασε και το βαθύ κανάκι,
πέτρες, νερό, φωτιά και χώματα θα γίνουν όλα πνέμα
κι η λασποφτέρουγη βαριά ψυχή γλυκά θα ξεκορμίσει
και θ’ ανεβεί σα φλόγα γαληνή και θα χαθεί στον ήλιο! “
Κρουφογελάει στον ύπνο ο Χάροντας, κατέχει-το, όνειρο ‘ναι,
αγέρας παρδαλός, μια φαντασιά του κουρασμένου νου του,
κι αφήνει ανέγνοια το κακόνειρο να τον αγκυλοχεύει.
Μα αγάλια αποδιαντράπηκε η ζωή και πήρε η ρόδα φόρα.
Λιμάρα η γης ανοιεί τα σπλάχνα της, μπαίνει η βροχή κι ο γήλιος,
κι αρίφνητα ξεπούλιασαν αυγά, σκουλήκιασεν ο κόσμος,
και ξεκινουν πυκνά στρατέματα πουλιά, θεριά κι ανθρώποι
και στοχασμοί, και χύνουνται να φαν το Χάρο που κοιμάται.
Κι ένα ζευγάρι άνθρωποι κουρνιάσανε στα σπηλιορούθουνα του,
φωτιές ανάβουν και συμπαίνουν τις, τη μαγειριά τους στήνουν
και την κουνιά του γιου τους κρέμασαν στο αδρό του μεσοχείλι.
Νογάει, τα χείλια γαργαλίζουνται, τα αρθούνια μερμηδίζουν,
κι ο Χάρος ξάφνου μετακούνησε και τ’ όνειρο του εχάθη,
μιαν αστραπή κοιμήθη ο Χάροντας και τη ζωή νειρεύτη. ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου