καθώς εχιόνιζε απ' το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας,
κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες,
εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό, που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε μα όλος ο κόπος τ' ουρανού,
όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα πρωί στα πόδια του βουνού, τώρα, σαν από στεναγμό θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει, τώρα, η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα, πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της, μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν από λιμό χαράς κοίτουνται τα τραγούδια βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό.
Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό.
Κάτι κακό θ' ανάψει.
Αγριέυει η τρίχα του αλογόβουνου, τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψύχες τ' ουρανού. ΕΛΥΤΗΣ
1 σχόλιο:
Yπέροχο!Τα σέβη μου
Δημοσίευση σχολίου